Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επιβεβαιώνομαι
ρήμα παθητικό

e`ssere conferma`to, concreta`rsi, rivela`rsi vero / fonda`to η πληροφορία δεν επιβεβαιώθηκε ακόμη == la notizia non è stata ancora confermata | επιβεβαιώθηκαν oι υπoψίες μου == i miei sospetti si sono rivelati fondati

επιβεβαιώνω  
ρήμα μεταβατικό

conferma`re, riconferma`re, accerta`re, attesta`re επιβεβαιώνω του λόγου το αληθές == accertare la veridicità delle parole di qualcuno

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επιβεβαιωμένος επιβεβαίωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---