Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επιβιβάζομαι
ρήμα παθητικό

imbarca`rsi, sali`re su un mezzo di traspo`rto επιβιβάστηκα στην Πάτρα == mi sono imbarcato a Patrasso | επιβιβάζoμαι στο τρένο == salire in vettura

επιβιβάζω  
ρήμα μεταβατικό

1 carica`re
2 imbarca`re

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επιβήτορας επιβίβαση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---