Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επίβλεψη  
ουσιαστικό θηλυκό

sorveglia`nza, vigila`nza του ανέθεσαν την επίβλεψή των έργων == gli hanno affidato la sorveglianza dei lavori | τον έχω εγώ υπό την επιβλεψή μου == lo sorveglio io, lo tengo d'occhio io

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επιβλέπων επιβληθείς  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---