Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επιβολή  
ουσιαστικό θηλυκό

1 l'infliggere ~m~ επιβολή προστίμου == l'infliggere una multa
2 imposizio`ne ~f~ επιβολή του στρατιωτικού νόμου == imposizione della legge marziale
3 ascende`nte ~m~, influ`sso ~m~, influe`nza ~f~ ασκεί σημαντική επιβολή στούς ανθρώπους του περιβάλλoντός του == esercita un notevole ascendente sulle persone che lo circondano

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επιβοηθητικός επιβουλεύομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---