Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επιβράδυνση  
ουσιαστικό θηλυκό

rallentame`nto ~m~ επιβράδύνση της oικoνομικής ανάπτύξης == rallentamento dello sviluppo economico

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επιβραδύνομαι επιβραδυντής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---