Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επιβράβευση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 il premia`re ~m~, premiazio`ne ~f~
2 ((figurato)) ricompe`nsa ~f~, pre`mio ~m~ oι ευνoϊκές κριτικές ήταν η δίκαιη επιβράβεύση των προσπαθειών μού == le critiche favorevoli sono state la degna ricompensa dei miei sforzi | ως επιβράβευση των υπηρεσιών του προς τη χώρα, του απένειμαν υψηλή τιμητική διάκριση == come premio dei servizi resi al paese, gli conferirono un'alta onoreficenza

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επιβραβεύομαι επιβραβεύω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---