Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επιβραδύνομαι
ρήμα παθητικό


επιβραδύνω  
ρήμα μεταβατικό

1 rallenta`re, re`ndere meno velo`ce επιβραδύνω το βήμα μου == rallentare il passo
2 ritarda`re σειρά κωλυμάτων επιβράδύνε την κυκλoφoρία του νέου πρoϊόντoς == una serie di contrattempi ha ritardato il lancio del nuovo prodotto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επιβραβεύω επιβράδυνση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---