Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επιβουλή  
ουσιαστικό θηλυκό

insi`dia ~f~, attenta`to ~m~, macchinazio`ne ~f~, trama ~f~ επιβουλή κατά της ζωής κάποιου == attentato contro la vita di qualcuno | oι επιβουλές τούς δεν έφεραν αποτέλεσμα == le loro macchinazioni non hanno avuto effetto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επιβουλεύομαι επίβουλος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---