Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπιβουλεύομαι
ρήμα παθητικό insidia`re, attenta`re, macchina`re, trama`re επιβουλεύομαι τη ζωή κάποιον == insidiare alla vita di qualcuno | επιβουλεύομαι την τιμή κάποιου == attentare all'onore di qualcuno | επιβουλεύονται την ασφάλεια του κράτούς == attentano alla sicurezza dello stato | επιβουλεύoμαι κάποιον == macchinare / tramare contro qualcuno permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |