Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπιβεβλημένος
επίθετο 1 participio passato del verbo [επιβάλλω] 2 che si impo`ne, che è imperati`vo / obbligato`rio η παρoυσία σας στη συγκέντρωση είναι επιβεβλημένη == è imperativa la Sua presenza alla riunione | είναι επιβεβλημένη χρήση της ζώνης ασφαλείας == è obbligatorio l'uso delle cinture di sicurezza 3 che è di rigo`re είναι επιβεβλημένο τo σμόκιν == lo smoking è di rigore permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |