Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επιβίωση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 sopravvive`nza ~f~ ο αγώνας για την επιβίωση == la lotta per la sopravvivenza
2 continuità ~f~, sopravvive`nza ~f~ η επιβίωση παναρχαίων συνηθειών == la sopravvivenza di antichissime abitudini

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επιβιώνων επιβλαβέστατος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---