Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επιβάτης  
ουσιαστικό αρσενικό

passegge`ro ~m~

επιβάτιδα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile raro di [επιβάτης ^-η, ο^]

επιβάτισσα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile popolare di [επιβάτης ^-η, ο^]

επιβάτρια
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [επιβάτης ^-η, ο^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επιβατηγός επιβατικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---