GrecoItaliano


επιβάτης  
ουσιαστικό αρσενικό

passegge`ro ~m~

επιβάτρια
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [επιβάτης ^-η, ο^]

επιβάτισσα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile popolare di [επιβάτης ^-η, ο^]

επιβάτιδα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile raro di [επιβάτης ^-η, ο^]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:EPIBATHS100}}
---CACHE---