Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επήρεια  
ουσιαστικό θηλυκό

effe`tto ~m~, influe`nza ~f~ υπό την επήρεια ναρκωτικών == sotto l'effetto di sostanze stupefacenti

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επηρεασμός επηρμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---