Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπεξεργάζομαι
ρήμα παθητικό 1 elabora`re επεξεργάζομαι σχέδιο νόμού == elaborare un disegno di legge 2 rielabora`re, rifini`re, perfeziona`re, ritocca`re επεξεργάζομαι θεατρικό έργο == rifinire un'opera teatrale 3 lavora`re επεξεργάζομαι το ασήμι == lavorare l'argento permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |