Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επενδυτής  
ουσιαστικό αρσενικό

investito`re ~m~ ξένοι επενδυτές == investitori stranieri

επενδύτης
ουσιαστικό αρσενικό

1 ca`ppa ~f~
2 giu`bba ~f~

επενδύτρια
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [επενδυτής ^-ή, ο^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επένδυση επενδυτικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---