Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επένδυση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 rivestime`nto ~m~ ξύλινη επένδυση == rivestimento di legno ` di vestiti fo`dera ~f~
2 investime`nto οι επενδύσεις βρίσκονται σε ύφεση == gli investimenti sono diminuiti

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επενδύομαι επενδυτής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---