Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επεμβαίνω  
ρήμα αμετάβατο

1 interveni`re επενέβη o στρατός == intervenne l'esercito
2 αναμειγνύομαι interveni`re, introme`ttersi, ingeri`rsi πάψε να επεμβαίνεις στις υποθέσεις μού == smettila di intrometterti nei mie affari! | επεμβαίνω στην εσωτερική πολιτική ενός κράτούς == ingerirsi nella politica interna di uno Stato

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επέλευση επέμβαση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---