Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επεκτείνομαι
ρήμα παθητικό

1 allarga`rsi
2 amplia`rsi
3 dilata`rsi
4 espa`ndersi
5 este`ndersi
6 ingrandi`rsi
7 prolunga`rsi
8 protra`rsi
9 e`ssere in espansione

επεκτείνω  
ρήμα μεταβατικό

1 este`ndere, amplia`re, prolunga`re αποφάσισαν να επεκτείνουν τo αποχετευτικό δίκτυο == decisero di prolungare la rete fognaria
2 ((figurato)) este`ndere, espa`ndere, amplia`re, allarga`re θέλει να επεκτείνει τον κύκλο των γνωριμιών τoυ == desidera ampliare il giro delle sue conoscenze

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επεκτατισμός επέλαση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---