Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπέκταση
ουσιαστικό θηλυκό 1 estensio`ne ~f~, ampliame`nto ~m~, prolungame`nto ~m~ η επέκταση της πόλης προς τη θάλασσα == l'estensione della città verso il mare | αποφάσισαν την επέκταση του σχολικού κτιρίoυ == è stato deciso l'ampliamento dell'edificio scolastico | επέκταση του μετρό == prolungamento della metropolitana 2 ((figurato)) estensio`ne ~f~, espansio`ne ~f~, svilu`ppo ~m~ επέκταση εμπoρικών δραστηριοτήτων == espansione delle attività commerciali+++κατ' επέκταση == per estensione permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |