Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπεισόδιο
ουσιαστικό ουδέτερο 1 incide`nte ~m~, episo`dio ~m~ διπλωματικό / επεισόδιo == incidente diplomatico | συνοριακό επεισόδιo == incidente di confine | ένα δυσάρεστο επεισόδιo 2 liti`gio ~m~, dive`rbio ~m~, sco`ntro ~m~ verba`le μετά το επεισόδιo δε θέλει να τον ξαναδεί == dopo il litigio non lo vuole più vedere 3 καβγάς incide`nte ~m~, tafferu`glio ~m~ στο τέλος της διαδήλωσης συνέβησαν επεισόδια == alla fine della manifestazione sono successi dei tafferugli 4 letteratura episodio 5 televisione punta`ta ~f~ επεισόδιον ουσιαστικό ουδέτερο forma letteraria di [επεισόδιο ^-ου, το^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |