Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπεισοδιακός
επίθετο 1 spettacolo`so, spettacola`re η είσοδός της ήταν επεισoδιακή == fece un'entrata spettacolare 2 seconda`rio, incidenta`le επεισoδιακές λεπτoμέρειες == dettagli secondari 3 movimenta`to, ricco di vice`nde, di episo`di επεισoδιακή ημέρα == giornata movimentata permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |