Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διαξιφισμός  
ουσιαστικό αρσενικό

1 schema`glia ~f~
2 ((figurato)) pole`mica ~f~; scaramu`ccia ~f~; scherma`glia ~f~ έντονοι διαξιφισμοί μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης==vivaci schermaglie tra il governo e l'opposizione

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διανύω διαολάκι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---