Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιανυκτερεύω
ρήμα αμετάβατο 1 πρόσωπο pernotta`re; trasco`rrere la notte θα διανυκτερεύσουμε στο Μιλάνο==pernotteremo a Milano 2 κατάστημα fa`re il tu`rno di no`tte ποιο φαρμακείο διανυκτερεύει απόψε;==quale farmacia è di turno questa sera? 3 passa`re una notte in bia`nco; non dormi`re la notte permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |