Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διανοούμενη
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [διανοούμενος ^-ου, ο^]
2 intellettuale ~f~

διανοούμενος  
επίθετο

intellettua`le

διανοούμενος  
ουσιαστικό αρσενικό

intellettuale ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διανοούμαι διανοουμενισμός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---