Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διανοούμαι  
ρήμα παθητικό

1 concepi`re; pensa`re; immagina`re ούτε που διανοήθηκα να σ' εξαπατήσω==non avevo minimamente pensato di ingannarti
2 progetta`re; idea`re; ave`re in mente

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διανομή διανοούμενη  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---