Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διάνοιξη  
ουσιαστικό θηλυκό

perforazio`ne ~f~; trafo`ro ~m~; apertu`ra ~f~ διάνοιξη διώρυγας==apertura di un canale

διάνοιξις
ουσιαστικό θηλυκό

variante letteraria di [διάνοιξη ^-ης, η^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διάνοικτος διάνοιχτος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---