Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διάνοια  
ουσιαστικό θηλυκό

1 intellige`nza ~f~; intelle`tto ~m~; inge`gno ~m~
2 ((figurato)) persona genio ~m~ είναι διάνοια στην αστρονομία==è un genio in astronomia+++ούτε κατά διάνοιαν==nemmeno per idea!, nemmeno per sogno!, non mi è nemmeno passato per l'anticamera del cervello

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διανοήτρια διάνοιγμα  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ούτε κατά διάνοιαν = non mi è passato nemmeno per l'anticamera del cervello


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---