Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιανομή
ουσιαστικό θηλυκό 1 spartizio`ne ~f~ διανομή περιουσίας==spartizione di un patrimonio 2 distribuzio`ne ~f~ πρακτορείο διανομής τύπου==agenzia che si occupa della distribuzione di quotidiani e periodici | διανομή τροφίμων==distribuzione di viveri 3 cinema assegnazione διανομή ρόλων==assegnazione dei ruoli permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |