Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβαγόνι
ουσιαστικό ουδέτερο 1 vago`ne ~m~, carro`zza ~f~ ferrovia`ria 2 vago`ne ~m~ merci 3 il ca`rico ~m~ di un vago`ne, vagona`ta ~f~ τρία βαγόνια ξυλεία==tre vagoni di legna permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατο βαγόνι εστιατόριο = vagone [αρσ.] ristorante Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |