Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βαγκνερικός  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

wagneria`no

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βαγιουλιάζω βαγκόν λι, βαγκον–λί  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---