Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβάδισμα
ουσιαστικό ουδέτερο il cammina`re; modo ~m~ di cammina`re; andatu`ra ~f~; passo ~m~; portame`nto ~m~ διορθώνω το βάδισμά μου==correggere la propria andatura | ανάλαφρο βάδισμα==passo leggero | στητό βάδισμα==portamento eretto permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |