Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβαδίζω
ρήμα αμετάβατο 1 cammina`re 2 ((figurato)) incammina`rsi, proce`dere, anda`re βαδίζουμε προς την καταστροφή==ci stiamo incamminando verso la catastrofe | βαδίζει στα ίχνη του πατέρα του==ricalca le orme del padre permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |