Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›βαγκόν λι, βαγκον–λί

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

βαγκόν λι, βαγκον–λί  
ουσιαστικό ουδέτερο

vago`ne ~m~ le`tto

permalink
‹ βαγκνερικός
βαγονέτο ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

βάγια {χωρ. πληθ...
βάγια [ουσ ουδ πληθ.]
βαγιουλεύω [ρ. μτβ.]
βαγιουλιάζω [ρ. μτβ.]
βαγκνερικός [αρσ. επίθ και ουσ]
βαγκόν λι, βαγκον–λί [ουσ ουδ.]
βαγονέτο [ουσ ουδ.]
βαγόνι {βαγον-ιού...
βάδην [ουσ ουδ.]
βάδην [επίρ.]
βαδίζω (βάδισα)
βάδισμα [ουσ ουδ.]
βαδιστής [ουσ αρσ ]
βαζάκι [ουσ ουδ.]
βαζελίνη {χωρ. πληθ...
βάζο [ουσ ουδ.]
βαζοπρεσίνη [θηλ.ουσ]
βάζω {έβαλα (να...
βαθαίνω {βάθυνα} (...
βαθαίνω {βάθυνα} (...


{{ID:BAGKONLI100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti