Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αρμενάω
ρήμα μεταβατικό

variante di [αρμενίζω]

αρμενίζω  
ρήμα αμετάβατο

1 veleggia`re; naviga`re a vela
2 ((per estensione)) solca`re il mare
3 ((figurato)) erra`re, vaga`re con la fanta`sia; fantastica`re πού αρμενίζει ο νους σου;==cosa stai fantasticando?

αρμενώ
ρήμα μεταβατικό

variante di [αρμενίζω]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  άρμενα Αρμένης  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---