Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αρμέγω  
ρήμα μεταβατικό

1 mu`ngere
2 ((figurato)) mu`ngere; spre`mere; sfrutta`re τον άρμεξε για τα καλά η φιλεναδίτσα του==l'amichetta lo ha munto per bene

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αρμεγμένος άρμενα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---