Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαρμέγω
ρήμα μεταβατικό 1 mu`ngere 2 ((figurato)) mu`ngere; spre`mere; sfrutta`re τον άρμεξε για τα καλά η φιλεναδίτσα του==l'amichetta lo ha munto per bene permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |