Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Αρμένης
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [Αρμένιος ^-ου, ο^]

Αρμένιος  
ουσιαστικό αρσενικό

arme`no ~m~; abita`nte ~m~ dell'Arme`nia

Αρμένισσα
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [Αρμένιος ^-ου, ο^]
2 arme`na ~f~; abita`nte ~f~ dell'Arme`nia

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αρμενάω αρμενίζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---