Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


άρμενα
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός

1 allestime`nto ~m~
2 equipaggia`mento ~m~
3 guarnitu`ra ~f~
4 mano`vra ~f~

άρμενον
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [άρμενο]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αρμέγω αρμενάω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---