Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αρμένικα  
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός

l'arme`no ~m~; la li`ngua ~f~ arme`na

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αρμενίζω αρμένικος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---