Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαρμοδιότης
ουσιαστικό θηλυκό forma arcaica di [αρμοδιότητα ^-ας, η^] αρμοδιότητα ουσιαστικό θηλυκό 1 compete`nza ~f~; pertine`nza ~f~; attine`nza ~f~ το ζήτημα δεν είναι της αρμοδιότητάς μου==la questione esula dalle mie competenze / non è di mia competenza / non rientra nelle mie competenze 2 compete`nza ~f~; capacità ~f~; preparazio`ne ~f~ speci`fica δεν έχει την απαιτούμενη αρμοδιότητα γι' αυτή τη δουλειά==manca della competenza necessaria per quel lavoro permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |