Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αρμονία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 armoni`a ~f~ χρωματική αρμονία==armonia di colori
2 musica armoni`a ~f~
3 ((figurato)) armoni`a ~f~; conco`rdia ~f~ δεν υπάρχει αρμονία μεταξύ τους==non c'è buona armonia tra di loro

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αρμολογώ αρμονικά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---