Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αρμοστής  
ουσιαστικό αρσενικό

rappresenta`nte ^mf^ del gove`rno centra`le in un pae`se occupa`to, in un protettora`to o in una colo`nia

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αρμοσμένος αρμοστία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---