Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαλμύρα
ουσιαστικό θηλυκό 1 salse`dine ~f~ η αλμύρα της θάλασσας==la salsedine del mare 2 salamo`ia ~f~ αλμυρά ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός gastronomia salati`ni ~mp~ αρμύρα ουσιαστικό θηλυκό variante di [αλμύρα ^-ας, η^] αρμυρά ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός variante di [αλμυρά] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |