Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαλμυρός
επίθετο 1 sala`to; con sale η σούπα παραείναι αλμυρή==la minestra è troppo salata 2 sala`to; caro; costo`so ο λογαριασμός που μάς έφεραν ήταν πολύ αλμυρός==il conto che ci hanno portato era molto salato 3 ((figurato)) punge`nte; morda`ce; sala`ce αλμυρά αστεία==battute pungenti || barzellette piccanti αλμυρότατος επίθετο superlativo di [αρμυρός] αλμυρότερος επίθετο comparativo di [αρμυρός] αλμυρώτατος επίθετο superlativo di [αρμυρός] αλμυρώτερος επίθετο comparativo di [αρμυρός] αρμυρός επίθετο forma arcaica di [αλμυρός ^-ή, -ό^] Αρμυρός κύριο όνομα αρσενικό variante di [Αλμυρός] αρμυρότατος επίθετο superlativo di [αρμυρός] αρμυρότερος επίθετο comparativo di [αρμυρός] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |