Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαλογάκι
ουσιαστικό ουδέτερο 1 cavalli`no ~m~ 2 cavallu`ccio ~m~ 3 pony ~m~ permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατο κουνιστό αλογάκι = cavallo [αρσ.] a dondolo Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |