Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόάλογο
ουσιαστικό ουδέτερο zoologia cava`llo ~m~ ανεβαίνω στο άλογο==salire, montare a cavallo | κατεβαίνω από το άλογο==scendere, smontare da cavallo | πηγαίνω με άλογο==andare a cavallo | άλογο κούρσας==cavallo da corsa permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατο άλογο κούρσας = cavallo [αρσ.] da corsa Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |