Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αλογονουρά
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [αλογοουρά]

αλογοουρά  
ουσιαστικό θηλυκό

coda ~f~ di cava`llo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αλογόνο αλογόνωσις  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---