Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


άλογος  
επίθετο

1 senza paro`la; muto άλογος θρήνος==muto lamento
2 illo`gico; irragione`vole; irraziona`le άλογος φόβος==paura irragionevole, irrazionale
3 assurdo άλογη βία==violenza assurda

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αλογοπέταλο αλογοσούρνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---