Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαλογόνα
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός chimica gli alo`geni ~mp~ αλογόνο ουσιαστικό ουδέτερο chimica alo`geno ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |