Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αρμονικός  
επίθετο

1 armo`nico
2 ((figurato)) armo`nico; armonio`so αρμονική συμβίωση==convivenza armoniosa | η αρμονική ανάπτυξη του ανθρώπινου σώματος==lo sviluppo armonico del corpo umano

αρμονικότατος
επίθετο

superlativo di [αρμονικός]

αρμονικότερος
επίθετο

comparativo di [αρμονικός]

αρμονικώτατος
επίθετο

superlativo di [αρμονικός]

αρμονικώτερος
επίθετο

comparativo di [αρμονικός]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αρμονικά αρμονικότης  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---