Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαρμονικότης
ουσιαστικό θηλυκό forma arcaica di [αρμονικότητα ^-ας, η^] αρμονικότητα ουσιαστικό θηλυκό armoniosità ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |